Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Το τίποτα μιας κουκκίδας.

*Απλές ανούσιες κουκκίδες σε ένα χάρτη ανυπαρξίας. 
Κενές ολότητες χαμένες μέσα σε μια ολόκληρη κενότητα.
Αυτό είμαστε.
Κάποιες πιο έντονες, κάποιες πιο αχνές. 
Απ' το τίποτα ερχόμαστε, στο τίποτα πηγαίνουμε. 
Και απλά το ενδιάμεσο διάστημα αποφασίσαμε να το λέμε κάτι.
Μήπως όμως κι αυτό το κάτι δεν είναι ένα ανούσιο τίποτα
στο οποίο προσπα9ούμε να χτίσουμε ένα σωρό από πολλά τίποτα
για να νιώσουμε ένα κάτι;*



Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Αδιαφορώντας για την αδιαφορία.


Η αδιαφορία είναι χειρότερη και από το μίσος
Σαν βαριά ταφόπλακα έρχεται και σκάει πάνω σου
Σαν εφιάλτης σε αφυπνίζει από τον πιο γλυκό σου ύπνο
Σε αφήνει άυπνο τις γκρίζες νύχτες της μοναξιάς
Μαχαιρώνει την κάθε σου λέξη, το κάθε συναίσθημα
Στοιχειώνει το μυαλό σου με ένα "γιατί"

Και δεν μπορείς να πας ούτε πίσω, ούτε μπροστά.
Απλά παρατηρείς τις εξελίξεις καρφωμένος στον παρόν σου.
Και εκείνες σα τρένο περνούν μπροστά από τα μάτια σου.
Θες να τρέξεις πίσω τους, μα το σώμα σου αρνείται.
Ανήμπορο πια υπομένει. Κουράστηκε.
Το νιώθεις βαρύ, ανίκανο να κουνηθεί.

Επιμένει να κείτεται καθηλωμένο στις αναμνήσεις.
Σε εκείνα τα γλυκά απόβραδα, στις στοές της θύμησης.
Και τότε πιάνεις τον εαυτό σου να λησμονεί.
Θες να γυρίσεις πίσω, μα δεν μπορείς.
Ο δρόμος αυτός δεν οδηγεί κάπου. Το ξέρεις.
Τον περπάτησες. Σε έβγαλε στο εδώ.

Και τότε αποφασίζεις να πας μπροστά.
Κάνεις ένα βήμα και πέφτεις. Τρομάζεις.
Ξαναγυρίζεις πίσω. Και μένεις καθηλωμένος.
Θες να ξεκολλήσεις. Μα δε μπορείς.
Αυτό το κενό μέσα σου σε βασανίζει.
Αυτό το πως, και το όπως, το γιατί και το επειδή...

Λέξεις ανούσια χαραγμένες στη σκέψη σου
Λέξεις που πασχίζεις να τις σβήσεις
Κι όμως μένουν κολλημένες στις σελίδες του μυαλού.
Λόγια που δεν είπες, πράξεις που δεν έκανες.
Λόγια που δεν θα πεις, πράξεις που δεν θα κάνεις.
Έρχονται και σκάνε σαν τη ριπή ενός τανκς. Ξυπνάς.

Μα είναι αργά. Είναι αργά για αγάπη.
Σαν κοινή πόρνη σε έχει εγκαταλείψει.
Κι εσύ την κοιτάς καθώς φεύγει κι σ αφήνει ανικανοποίητο.
Την πλήρωσες. Ακόμα την πληρώνεις.
Όμως δεν είναι αρκετό για να την κάνεις να μείνει.
Στέκεσαι, κοιτάζοντας τη γύμνια σου. Θυμώνεις.

Μπήγεις τα νύχια σου στο δέρμα για να πονέσεις.
Μα δε νιώθεις μήτε πόνο, μήτε δάκρυ.
Στα πήρε όλα εκείνη. Γένους θηλυκού.
Ζητάει πολλά μα δίνει λίγα. Και φεύγει.
Με το κεφάλι της ψηλά, γυρνάει την πλάτη.
Και εσύ μόνος να καρτερείς.

Δεν κινείσαι. Απλά περιμένεις.



Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Ο αφέντης μου.

Βάζεις τα χέρια στο λαιμό σου
Πνίγεσαι μα δεν πονάς
Δε νιώθεις. Δεν αισθάνεσαι.
Υποφέρεις.

Όχι, όχι ο λαιμός σου.
Τύψεις και Ερινύες έρχονται τα κρύα βράδια
Σε βασανίζουν. Σε προβληματίζουν.
Σε μαστιγώνουν.

Και η καρδιά σου.
Μικρή γυάλινη θεά πέφτει και σπάει σε κομμάτια.
Δακρύζεις. Κλαις.
Πονάς

Και ο εγωισμός μου.
Ένας θνητός που κάνει λάθη.
Παλεύει να νικήσει την καρδιά.
Κερδίζει.

Κι εσύ μόνος.
Πνίγεσαι σε μερικές σταγόνες λήθης.
Θες να ξεχάσεις, να τον νικήσεις.
Μα χάνεις.

Κι αυτός εκεί.
Τον κοιτάς στο θρόνο του.
Τον δοξάζεις κι ας μη θες.
Δειλιάζεις.

Φυλακίζεσαι στην όψη των λέξεων.
Αναιρείς λέξεις που είπες.
Σπας σε κομμάτια.
Αρνείσαι να το παραδεχτείς.

Έχεις τον αφέντη σου.
Σε εξουσιάζει. Τον υπηρετείς.
Κλείνεσαι στο κελί σου.
Πληγωμένη σαν απροστάτευτο παιδί.