Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Ελευθερία.

Ίσως πρέπει να τα αρνηθούμε όλα από μια φορά,
για να ξέρουμε αν είμαστε πραγματικά δέσμιοι ή δεσμά τους.
Πολύ περισσότερο για να δούμε πως θα ήταν η ζωή χωρίς αυτά.
Σημαντικότερο μάθημα: εκείνο της απώλειας.
Πάντοτε την πρώτη ώρα.
Πάντα να σε πιάνει στον ύπνο, απροετοίμαστο.
Κάθε φορά, πρώτη μου φορά και τελευταία μου.
Κι εσύ πάντοτε να μένεις πίσω.
Περιμένοντας με όσο ψαχουλεύω αχαρτογράφητους δρόμους και θάλασσες.
Ναυαγός κάποιου ονείρου,
θύμα μιας παραίσθησης που ξέβρασε το μυαλό,
χωρίς πατρίδα, χωρίς οικογένεια.
Γυρεύοντας εσένα, μακριά σου.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Καληνύχτα, λοιπόν.

Δεν είναι ο έρωτας που σου έφερε τη δυστυχία, φιλαράκο.
Ο έρωτας δε φέρνει τίποτα.
Ποτέ.
Εσύ τον κυνηγάς.
Εσύ θες να σου φέρει.
Πασχίζεις μανιωδώς να τον κυνηγήσεις,
ενώ εκείνος χάνεται με ένα παιδιάστικο φευγαλέο βηματισμό.
Κι εσύ εκεί.
Μόνος, αποκαμωμένος.
Να γυρεύεις να ακούσεις κάτι για εκείνη.
Να γυρεύεις να τη μυρίσεις στο χώρο.
Για να νιώσεις ζωντανός.
Να αισθανθείς τάχα πως υπάρχεις.
Να πρέπει να νιώσεις τάχα τη δική της σάρκα,
για να νιώσεις και τη δική σου.
Γελοίος που φαντάζεις, θα σκεφτώ.
Και μετά θα το μετανιώσω και θα δαγκωθώ.
Και εγώ έτσι νιώθω, αλλά...
Είναι ο έρωτας.
Λόγια της λήθης, που χάνονται.
-Πάνε και έρχονται-
Λόγια της μέρας, της νύχτας.
Λόγια εκείνης, της άλλης, της Χαλιμάς...
Παραμύθια, θα πεις.
Σε έμαθα πια.
Μα είναι ο έρωτας. Μ' ακούς;
Πάντοτε ήταν.
Πάντα και ποτέ.
Ποτέ δεν ήταν.
Έρωτας είναι αυτό που μου λυσσομανά τα στήθια.
Κείνος ο πόθος στο παιδικό σου χαμόγελο.
Η σπίθα θαρρείς μες το βλέμμα σου.
Τούτο είναι ο έρωτας.
Ανίδεε, Βλάσφημε.
Έκπτωτε άγγελε. Αλήτη.
Καληνύχτα, θα πεις.
Και θα κλείσεις την πόρτα πίσω σου με ένα βαρύ χτύπο.
-Χτύπο ρολογιού, χτύπο καρδιάς.
Χτύπο ρε παιδί μου, έναν τάχα, οποιοδήποτε χτύπο.
Όλοι ίδιοι μοιάζουν καθώς κλείνει η πόρτα.
Θαρρείς και έχει τάχα διαφορά-
Μη τη λες αυτή τη λέξη.
Είναι τόσο χυδαία ανώριμη, τόσο ειρωνική.
Άλλωστε, δε την εννοείς καν.
Τι θα πει καληνύχτα όταν κλείνεις την πόρτα;
Πώς να είναι καλή, όταν δεν κάνεις κάτι γι αυτό;
Ξέρεις, από ευχές μπούχτισα.
Χόρτασα, θαρρείς.
Μια ζωή να εύχομαι, να εύχονται.
Σάμπως και άλλαζαν τίποτα οι γελοίες λέξεις τους,
οι γελοίες ευχές τους.
Όλα μόνη μου τα άλλαξα. Όλα εγώ.
Με αγώνες χτίζονται οι επιθυμίες και τα όνειρα, φιλαράκο.
Με αγώνες και όχι με ευχές.
Τούτη η νύχτα, όμως, ξέρεις.. να.. έχει κάτι απ' το χαμόγελό σου.
Και από τούτο σου το άρωμα.
Ξέρεις... ίσως και να είναι καλή τελικά.
Τι θα κάνω όμως αν δε σε δω;
Αύριο; Μεθαύριο;
Αν ξυπνήσω μία μέρα και δε σε βρίσκω;
Αν σε ψάξω και δε σε βρω;
Έρωτας... τελικά,
είναι εκείνο το μυστηριώδες σου μειδίαμα.
Όταν και τάχα και αν σε κάνω να χαμογελάσεις.
Και το βλέμμα...Το βλέμμα σου λέω...
Έχει κάτι από τις νότες του ουρανού,
κάτι από μενεξελί ανεμώνη μιας αλλιώτικης άνοιξης.
Τότε νομίζω πιότερο από όλα σε ξαναερωτεύομαι.
Ξανά και ξανά και ξανά. Και ξανά.
Μια κακούργα κίνηση, αέναη.
Και είναι εξάρτηση.
Γι΄αυτό αύριο θα υποφέρω, αν δε σε δω.
Και δεν αρκεί μια καληνύχτα για να το αλλάξει αυτό.
Καληνύχτα και σε σένα, λοιπόν.



Περπάτησα πάρα πολύ και τα φτερά μου τα 'χω χάσει.
Μα εσύ που δεν πατάς στη γη καν' την ψυχή μου να πετάξει...


Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Παλεύοντας με την συνήθεια.

πολύυυ κλάψα λέμε.
πολύυυ αδειο το σπίτι.
τα είπαμε, τα ξαναλέμε. 
σκατά μωρή ράνια, σκατά.
γαμημένη συνήθεια.
σ αφήνει πριν καν την συνηθίσεις.
μόνο σε τέσσερις τοίχους.
να προσπαθείς να πιάσεις την κουβέντα στα ντουβάρια.
να ψάχνεις για λίγο από το άρωμα του στο χώρο.
λαχεία που έπεσαν στις ονειροπολήσεις μου, που θα λεγε κ ο Τάσος.
πόσο γυναικάκι σε κάνει ο έρωτας δικιά μου.
να θες να βγάλεις την καρδιά σου, να την πλύνεις απ τη θλίψη της.
να μη μπορείς, να υπομένεις.
μόνος, εγκαταλελειμένος στο άδειο σου σπίτι.
μόνος και ανικανοποίητος. 
να αναζητάς, να γυρεύεις. 
πάντα να γυρεύεις.
να νευριάζεις με τους πάντες.
αυτοί φταίνε; θαρρείς πως όχι.
ποσώς σε νοιάζει. αυτός λείπει.
εσύ είσαι εδώ. πρέπει να αγωνιστείς.
αλλά είναι κ η συνήθεια. 
η συνήθεια, λέω.
άσχημο πράμα, ξέρεις.
σ αφήνει πριν καν την συνηθίσεις.



Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Το εγκώμιο στην ατυχία.

Είναι τόσο ευτελής η ουσία του ανθρώπου,
Είναι τόσο ανούσια αυτή η μικρότητα του,
αυτή η μεγαλόπνοη μεγαλομανία του,
που μέρα με την μέρα τον καταπίνει.

Βιάζεται να απορρίψει αξίες,
Κυριευμένος από ένα βέβαιο τίποτα,
Τρομάζει στη θέαση τους,
Δειλιάζει όταν αυτές του ξεγυμνώνονται.

Γεννιέται ελεύθερος και επιλέγει τη σκλαβιά.
Αντικρίζει την αλήθεια, την πληρώνει με ψέμα.
Νιώθει την αγάπη και διαλέγει το μίσος.
Κι όσο για την ευτυχία, κείνη πιότερο από όλα,
βιάζεται να την υποτιμήσει βγάζοντας από την τσέπη του,
ένα χρωματισμένο χαρτονόμισμα.

Κι ύστερα μένει μόνος και ταπεινωμένος,
πλέκοντας το εγκώμιο στην ατυχία.
Άλλοτε, κλαίει, υποφέρει, σκέφτεται.
Όχι, εκείνος δεν έκανε λάθος.
Φταίει η άθλια τύχη του. Αυτή και μόνο.

Οι άνθρωποι έπλασαν το είδωλο της τύχης για να δικαιολογήσουν τη δική τους αβουλία.-Δημόκριτος



Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Το τίποτα μιας κουκκίδας.

*Απλές ανούσιες κουκκίδες σε ένα χάρτη ανυπαρξίας. 
Κενές ολότητες χαμένες μέσα σε μια ολόκληρη κενότητα.
Αυτό είμαστε.
Κάποιες πιο έντονες, κάποιες πιο αχνές. 
Απ' το τίποτα ερχόμαστε, στο τίποτα πηγαίνουμε. 
Και απλά το ενδιάμεσο διάστημα αποφασίσαμε να το λέμε κάτι.
Μήπως όμως κι αυτό το κάτι δεν είναι ένα ανούσιο τίποτα
στο οποίο προσπα9ούμε να χτίσουμε ένα σωρό από πολλά τίποτα
για να νιώσουμε ένα κάτι;*



Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Αδιαφορώντας για την αδιαφορία.


Η αδιαφορία είναι χειρότερη και από το μίσος
Σαν βαριά ταφόπλακα έρχεται και σκάει πάνω σου
Σαν εφιάλτης σε αφυπνίζει από τον πιο γλυκό σου ύπνο
Σε αφήνει άυπνο τις γκρίζες νύχτες της μοναξιάς
Μαχαιρώνει την κάθε σου λέξη, το κάθε συναίσθημα
Στοιχειώνει το μυαλό σου με ένα "γιατί"

Και δεν μπορείς να πας ούτε πίσω, ούτε μπροστά.
Απλά παρατηρείς τις εξελίξεις καρφωμένος στον παρόν σου.
Και εκείνες σα τρένο περνούν μπροστά από τα μάτια σου.
Θες να τρέξεις πίσω τους, μα το σώμα σου αρνείται.
Ανήμπορο πια υπομένει. Κουράστηκε.
Το νιώθεις βαρύ, ανίκανο να κουνηθεί.

Επιμένει να κείτεται καθηλωμένο στις αναμνήσεις.
Σε εκείνα τα γλυκά απόβραδα, στις στοές της θύμησης.
Και τότε πιάνεις τον εαυτό σου να λησμονεί.
Θες να γυρίσεις πίσω, μα δεν μπορείς.
Ο δρόμος αυτός δεν οδηγεί κάπου. Το ξέρεις.
Τον περπάτησες. Σε έβγαλε στο εδώ.

Και τότε αποφασίζεις να πας μπροστά.
Κάνεις ένα βήμα και πέφτεις. Τρομάζεις.
Ξαναγυρίζεις πίσω. Και μένεις καθηλωμένος.
Θες να ξεκολλήσεις. Μα δε μπορείς.
Αυτό το κενό μέσα σου σε βασανίζει.
Αυτό το πως, και το όπως, το γιατί και το επειδή...

Λέξεις ανούσια χαραγμένες στη σκέψη σου
Λέξεις που πασχίζεις να τις σβήσεις
Κι όμως μένουν κολλημένες στις σελίδες του μυαλού.
Λόγια που δεν είπες, πράξεις που δεν έκανες.
Λόγια που δεν θα πεις, πράξεις που δεν θα κάνεις.
Έρχονται και σκάνε σαν τη ριπή ενός τανκς. Ξυπνάς.

Μα είναι αργά. Είναι αργά για αγάπη.
Σαν κοινή πόρνη σε έχει εγκαταλείψει.
Κι εσύ την κοιτάς καθώς φεύγει κι σ αφήνει ανικανοποίητο.
Την πλήρωσες. Ακόμα την πληρώνεις.
Όμως δεν είναι αρκετό για να την κάνεις να μείνει.
Στέκεσαι, κοιτάζοντας τη γύμνια σου. Θυμώνεις.

Μπήγεις τα νύχια σου στο δέρμα για να πονέσεις.
Μα δε νιώθεις μήτε πόνο, μήτε δάκρυ.
Στα πήρε όλα εκείνη. Γένους θηλυκού.
Ζητάει πολλά μα δίνει λίγα. Και φεύγει.
Με το κεφάλι της ψηλά, γυρνάει την πλάτη.
Και εσύ μόνος να καρτερείς.

Δεν κινείσαι. Απλά περιμένεις.



Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Ο αφέντης μου.

Βάζεις τα χέρια στο λαιμό σου
Πνίγεσαι μα δεν πονάς
Δε νιώθεις. Δεν αισθάνεσαι.
Υποφέρεις.

Όχι, όχι ο λαιμός σου.
Τύψεις και Ερινύες έρχονται τα κρύα βράδια
Σε βασανίζουν. Σε προβληματίζουν.
Σε μαστιγώνουν.

Και η καρδιά σου.
Μικρή γυάλινη θεά πέφτει και σπάει σε κομμάτια.
Δακρύζεις. Κλαις.
Πονάς

Και ο εγωισμός μου.
Ένας θνητός που κάνει λάθη.
Παλεύει να νικήσει την καρδιά.
Κερδίζει.

Κι εσύ μόνος.
Πνίγεσαι σε μερικές σταγόνες λήθης.
Θες να ξεχάσεις, να τον νικήσεις.
Μα χάνεις.

Κι αυτός εκεί.
Τον κοιτάς στο θρόνο του.
Τον δοξάζεις κι ας μη θες.
Δειλιάζεις.

Φυλακίζεσαι στην όψη των λέξεων.
Αναιρείς λέξεις που είπες.
Σπας σε κομμάτια.
Αρνείσαι να το παραδεχτείς.

Έχεις τον αφέντη σου.
Σε εξουσιάζει. Τον υπηρετείς.
Κλείνεσαι στο κελί σου.
Πληγωμένη σαν απροστάτευτο παιδί.