Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Το επιθανάτιο σκίρτημα

Κράτα με λίγο πριν μ' αφήσεις
Δώσε μου ζωή πριν με σκοτώσεις
Αγκάλιασε με πριν με διώξεις
Κοίτα με πριν πάρεις το βλέμμα σου

Θέλω να σε κρατήσω βαθιά μέσα μου
Θέλω την εικόνα σου στις σκέψεις μου
Θέλω το άρωμά σου στο δέρμα μου
Θέλω το χρώμα σου στις λέξεις μου

Μη μείνεις. Όχι μη μένεις.
Δε θέλω να σε κρατήσω εδώ.
Μόνο να με κρατάς όταν φοβάμαι.
Να μ' αγκαλιάζεις όταν νιώθω μόνη

Να σε φέρνω στο όνειρό μου
Για να μπορώ να ταξιδεύω.
Να σε φέρνω στη σκέψη μου
Για να μπορώ να αισθάνομαι.


Για να νιώθω πως κάποτε υπήρξα
Πως δεν υπήρχαν όλα εκείνα
Όλα αυτά που με τρομάζουν
Εκείνα που με πνίγουν, ξέρεις.

Τώρα ναι, μπορείς να φύγεις.
Είπα όσα ήθελα να πω.
Δε θέλω ούτε να μ' ακουμπήσεις
Τώρα ξέρεις. Απλά ξέρεις.

Φύγε.


Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Σκέψεις που έγιναν λέξεις.

Μίλησε μου για αγάπη, για έρωτα
Γίνε η Ιθάκη μου σ' αυτό το ταξίδι
Δώσε μου λιγάκι από τον ουρανό που κρύβεις
Βαρέθηκα να μου λες για την ασχήμια τους
Δε θέλω πια να ακούσω άλλα

Φτάνει. Μαύρισες τις λευκές μου σκέψεις.
Φύγε. Το σκοτάδι σου μαύρισε τον ήλιο μου
Τρομακτικές εικόνες εξαθλίωσης. Δε θέλω.
Θέλω να δω, να νιώσω, να ονειρευτώ.
Δε θέλω πια να ακούσω άλλα.

Θέλω να ταξιδέψω. Να ζήσω.
Να φτιάξω μόνη μου ένα παράλληλο κόσμο
Ένα καταφύγιο για να μπορώ να ονειρεύομαι
Για να κρύβομαι από όλα όσα με θυμώνουν
Δε θέλω πια να ακούσω άλλα.

Ένας κόσμος για μένα, για τις σκέψεις μου
Ένας κόσμος για μένα και για μας
Θα έρθεις; Ίσως φοβηθώ και τα παρατήσω.
Αν έρθεις μίλα μου για αγάπη μόνο,
Δε θέλω πια να ακούσω άλλα.

Βαρέθηκα να μαθαίνω. Φτάνει.
Δεν αντέχω να τους αφήνω να βιάζουν
τον κόσμο μου, τα όνειρά μου, τη ζωή μου
Να νιώθω μικρός για να το αλλάξω.
Δε θέλω πια να ακούσω άλλα.

Κράτα με και πάμε μαζί,
Να χτίσουμε ένα δικό μας κόσμο,
Ένα νησί στο πέλαγος τους
Μια δική μας ελπίδα στο χάος
Δε θέλω πια να ακούσω άλλα.

Αρκετά έμεινα σπίτι να ακούω
Αυτός ο δρόμος εκεί έξω γράφει ελευθερία
Γράφει πως επιτέλους βγήκε ήλιος.
Βλέπεις; Ξυπνήσαμε είπαν.
Δε θέλω πια να ακούσω άλλα.




Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Δεν κινούμαι πια, περιμένω.

Τρέξε ρε. Πάτησε με. Κάνε με ένα με την άσφαλτο.
Εσύ θα με πληρώνεις για άνθρωπο.
Κοίτα με. Είμαι εδώ. Μπροστά σου.
Μια άψυχη σανίδα κρέας. Περιμένω.

Δεν κινούμαι. Έχω πάψει πια να τρέχω.
Δε φοβάμαι το θάνατο. Τη ζωή τρέμω.
Ο θάνατος είναι λύτρωση. Είναι σωτηρία.
Σε τρομάζω; Είναι ανατριχιαστικό, το ξέρω.

Μα, ξέρω κι άλλα που δεν έμαθες.
Που δεν σου είπαν ή δε θέλησες να ακούσεις.
Γι' αυτό φοβάμαι. Ξέρω εσύ κοιμάσαι ήσυχος.
Δεν σε τρομάζει το ταβάνι.

Όμως εγώ δε μπορώ να κλείσω μάτι.
Το ταβάνι μοιάζει απύθμενος ωκεανός
Και εγώ κοιτάζω την επιφάνεια καθώς πέφτω
Βυθίζομαι. Νιώθω ανίκανη να κουνηθώ.

Μοιάζει σχεδόν ξένο όταν είσαι στον πάτο
Νιώθεις μικρός, ανήμπορος. Απλά κοιτάς.
Ένα χάρτινο τσίρκο, ένα θέατρο σκιών
Το θέατρο του παραλόγου.

Ξέρεις μικρές πορσελάνινες κούκλες
απροσπέλαστα νησιά και θολωμένοι πειρατές.
Και εσύ μόνος. Ένας ναυαγός ανάμεσα τους.
Μια κουκκίδα στο χάρτη τους.



Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Μίλησε μου για κάτι.

Θέλω να μάθω τα μυστικά σου
Με παγώνει αυτό το άδειο σου βλέμμα
Πες μου κάτι, κάτι δικό σου.
Πού κοιτάς; Τι ονειρεύεσαι;
Ποιες θάλασσες σε ταξιδεύουν;

Θέλω να ακούσω την φωνή σου.
Με φοβίζει αυτή η γκρίζα αδιαφορία.
Πες μου κάτι, κάτι για σένα.
Που αγναντεύεις; Τι σκέφτεσαι; 
Τι χρώμα έχει ο ουρανός σου;

Ξέρεις οι άνθρωποι δε μιλάμε πια.
Μίλησε μου για σένα.

Θέλω να ακουμπήσω στον ψίθυρο σου
Με τρομάζει αυτή η γυάλινη σιωπή.
Πες μου απλά κάτι, κάτι, οτιδήποτε
Πού πας; Τι αποφεύγεις;
Γιατί δε μιλάς; Μ'ακούς; 

Θέλω να μάθεις τα μυστικά μου,
να ακούσεις την φωνή μου,
να ακουμπήσεις στον ψίθυρο μου.
Μη σε φοβίζει η φωνή μου
Είμαι εδώ. Θα στα πω όλα για μένα.

Στάσου. Μη φεύγεις. Θέλω να μ' ακούσεις.
Μίλησε μου για σένα.

Ο άλλος μου εγώ.

Νιώθω ένα βάρος πάνω στην καρδιά μου
Τι λες εσύ να είναι;
Και ένα βάρος στο στομάχι μου
Όχι δεν παράφαγα γιατρέ μου

Και το κεφάλι μου πονάει λίγο
Κάποιες φορές νιώθω μόνη ανάμεσα τους
Και εκείνος..ξέρεις...μου λείπει τόσο...
Όχι εκείνος ο κάποιος.

Εκείνος, ο άλλος που μου μοιάζει
Ναι εκείνος που είναι σαν και μένα
Αλλά ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά
Που να έχει πάει; Μου λείπει, αλήθεια.

Τον έχω ανάγκη. Όχι να μ' αγκαλιάσει.
Όχι δε θέλω. Φτάνει πια. Κουράστηκα.
Μόνο σ'αγαπώ ξέρει να λέει.
Θέλω να ακούσω αλήθειες.

Να έρθει μπροστά μου και να βγάλει τα ρούχα του
Να μου δείξει την γύμνια που έχει στην ψυχή του
Και ύστερα ας φύγει. Εγώ θα ξέρω.
Και τότε δε θα φοβάμαι τόσο.

Ξέρεις γιατρέ μου. Είναι σκληρό.
Είναι σκληρό να πάσχεις από κάτι
Από κάτι άγνωστο, που δε τολμάς να δεις
Ποια θεραπεία να ακολουθήσεις;

Παίρνεις τα χάπια με τις χούφτες.
Όχι για να γίνεις καλά, μα για να ξεχάσεις.
Για να τρέφεις το μυαλό με το αντιβιωτικό
της ψευδαίσθησης. Θέλω να μάθω γιατρέ μου.

Πρέπει να ξέρω, δε νομίζεις;
Ας πεθάνω, ποσώς με νοιάζει.
Όμως θέλω πρώτα να μου πεις
Γιατί δε τον βρίσκω ποτέ; Γιατί μ' αποφεύγει;



Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Αύριο και ίσως χθες.

Το τότε και το τώρα,δύο έννοιες τόσο μακρυά,
Όμως κάθονται πλάι η μία στην άλλη
Το χθες και το σήμερα, και το αύριο
πέρασε αλήθεια τόσος καιρός;

Χθες μου έλεγες παραμύθια με πριγκίπισσες
Κεντούσες κλωστές στα ατημέλητα μου μαλλιά
Χρωμάτιζες τις λέξεις του κόσμου μου
Άγγιζες με τη σκέψη τα βλέφαρά μου

Σήμερα δεν είσαι εδώ. Λείπεις.
Αυτός που κάθεται απέναντί μου
Δε τον θέλω. Δεν τον ξέρω.
Με τρομάζει η άψυχη μορφή του.

Αύριο θα έρθεις πάλι να με σώσεις.
Το ξέρω ότι θα έρθεις. Το μαντεύω.
Θα είμαι εκεί. Ίσως και εδώ.
Να ανασάνω την ώρα της άνοιξης

Την ώρα που ο ήλιος θα σηκώσει τις χρυσές του ακτίνες
και θα ζεστάνει την παγωμένη μου καρδιά.
Για να γίνει το αύριο χθες και σήμερα...
Σώπα. Δε θέλω να ακούσω. Απλά κράτησε με.


Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Στα βήματά σου...

Κοίταζα σαν υπνωτισμένη το διερχόμενο πλήθος
Να περνάει σαν καρουζέλ μπροστά από τα μάτια μου
Άλλοτε έψαχνα εσένα, άλλοτε κάποιον όμοιο σου
Άλλοτε κάποιον εντελώς διαφορετικό από σένα

Ήθελα να σε χτυπήσω με το βλέμμα
Να βάψω μαύρο τον ουρανό των ονείρων σου
Να δω τη μικρή σου σχεδία να βυθίζεται,
στον απύθμενο ωκεανό των αισθήσεών μου

Και άλλοτε ήθελα να σε χαϊδέψω με τις λέξεις μου
Να σε ντύσω με το λευκό των σκέψεών μου
Να σε κρατήσω για λίγο στα χείλη μου, 
σαν την μελωδία μιας ξεχασμένης μπαλάντας

Είχα να κάνω και να πω τόσα πολλά
που δεν μπορούν να χωρέσουν μέσα σε λεπτοδείκτες
μέσα στις μικρές λευκές σελίδες του μυαλού μου
μέσα σε ανούσια λόγια χαραγμένα σε αράδες

Μπορείς να νιώσεις το άδειο μου βλέμμα
καθώς χάνεται μέσα στις λέξεις σου;
Μπορείς να νιώσεις τον ήχο της σιωπής μου
καθώς ακολουθεί δειλά τα βήματά σου;



Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Το νόημα της "λείπεις".


Μου την σπάει πάνω από όλα ότι δεν ακούγεται η φωνή μου.
Πέφτει στο πάτωμα σαν γρια γυναίκα
Προσπαθεί να σηκωθεί, μα ξαναπέφτει.
Αγωνίζεται, μα αδιαφορεί.

Θέλει να αγγίξει ουρανό,να χαϊδέψει τα σύννεφα
Όμως είναι φοβισμένη. Νιώθει αδύναμη.
Τρέμει μήπως μόλις σηκωθεί από το πάτωμα
την σπρώξει κάποιος και την ξαναρίξει.

Έπειτα,τι νόημα έχει να σηκωθεί
αν δεν υπάρχει κανένας να την χαϊδέψει;
Τι νόημα έχει να ανοιγοκλείνω το στόμα
και εσύ να κλείνεις τα αυτιά σου;

Τι νόημα έχει να μου μιλάς για αγάπη
αλλά η καρδιά σου να είναι παγωμένη;
Τι νόημα έχει να έχεις το βλέμμα στραμμένο σε μένα
αλλά τα μάτια σου να είναι κλειστά;

Πες μου τι νόημα έχει το να σ' αγαπάω
και εσύ να λείπεις;

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Επαφή

Παλεύοντας να δραπετεύσω
χάθηκα σε γνώριμα μονοπάτια μιας άγνωστης πόλης
Αέναα περάσματα καλυμμένα στα φώτα της νύχτας
-αυτής της μικρής ανώριμης κόρης της μέρας, ξέρεις-
Υγρά σοκάκια λουσμένα στο φεγγαρόφως

Κάθε πόρτα που άνοιγα, κάθε δρόμος που ακολουθούσα
με έβγαζε σε εκείνο τον εκκωφαντικά σιγανό ήχο
σε εκείνη την ρεαλιστικά αισχρή παρωδία
-ντυμένη στα λευκά σαν την νεράιδα του χιονιού-
Σε εκείνο το δίχως παρόν μέλλον

Μια αόρατη μορφή ενός γέρου παρελθόντος μ'ακολουθούσε
Ένα επιβλητικό χέρι κατεύθυνε τα αδέξια βήματά μου
Όλοι οι δρόμοι έφταναν εκεί-ναι, εκεί, φαντάσου-
Και το εκεί όλο και περισσότερο φάνταζε πιο ξένο

Ακόμα και αν είχα περάσει ξανά και ξανά
Κάθε φορά ήταν διαφορετική
Κάθε μου ταξίδι για να φτάσω στο ίδιο "εκεί" μοναδικό
Άλλοτε φωτεινό και άλλοτε παγερά σκοτεινό
-δε σου κρύβω, ένιωθα μοναξιά μακριά σου

Και τότε ήταν που είχα ανάγκη το χέρι σου
να μου δείχνει το δρόμο,
να με παρασύρει στα κύματα της παραζάλης
Το βλέμμα σου-γαλανό και δροσερό σαν το πρώτο
καλοκαιρινό αεράκι-να χαϊδεύει τα μαλλιά μου

Τότε ήταν που ήθελα να σε ακούσω,
την γκρίζα σου φιγούρα να μου λέει παραμύθια,
-εκείνα με τους δράκους μου που κάποτε (θα) είχες σκοτώσει-
Τότε ήταν που ήθελα να μ' αγκαλιάσεις έστω για λίγο
τα μαλλιά σου να μπλέκονται ανάμεσα στα δάχτυλά μου

Είχα ανάγκη από το άρωμά σου να διεισδύει στις φλέβες μου
Την ανάσα σου να ρέει καυτή πάνω στο γυμνό μου σώμα
Τον ιδρώτα σου παγωμένο να ψιθυρίζει μυστικά στο αυτί μου
Ένα άγγιγμα,ένα χάδι στην ψυχή, την επαφή,
-τα ρούχα σε κοιτούν αποσβολωμένα,θα 'ρθείς; -εσένα...


Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

Η κρυστάλλινη σου σφαίρα(Στην Κ...)



Ένιωθε μόνη μέσα στη βουή του πλήθους
Φίλη ανάμεσα σε ξένους
Άγνωστη ανάμεσα σε γνωστούς
Κανείς δεν την άγγιζε
Και δεν άγγιζε κανέναν
Κακία, πονηρία, βρωμιά.
Έτσι την είχε μάθει εκείνος

Κανένας δεν την αγαπούσε 
έξω από εκείνη την κρυστάλλινη σφαίρα
Κανένας άλλος πέρα από εκείνον
Όλος ο κόσμος της, η σφαίρα.
Εκείνη η κρυστάλλινη σφαίρα
που διαπέρασε τα όνειρά της 
και τα κατέστησε ανάπηρα.
Είχε πλέον μάθει να ζει στο σκοτάδι
Να μην μιλάει παρά μόνο για εκείνα-τα άθλια
Την έμαθε πως μόνο αυτά μπορούσε να αγγίξει
Πως τα όμορφα είναι χάρτινοι ουτοπικοί πύργοι
Εκεί μένουν κακοί άνθρωποι και άσχημα τέρατα

Της άνοιξε μια τρύπα μέσα στο χώμα
Και της είπε να ζήσει εκεί.
Εκείνη χάρηκε. Ήταν ο κόσμος τους
Κοίταζε την αχανή λάσπη πάνω από το κεφάλι της
Και ένιωθε γοητευμένη από το χρώμα της
Το άρωμά της την είχε παρασύρει
Χωρίς να το καταλάβει έμπαινε όλο και πιο βαθιά
Χαιρόταν όμως γιατί ήταν μαζί του
Γιατί είχε κάποιον να ακούει 
τα λασπωμένα-πλέον-όνειρά της

Και ύστερα... Ύστερα εκείνος χάθηκε. 
Έμεινε μόνη σε εκείνο το χάος
Ένιωθε το ψύχος να παγώνει την καρδιά της
τη λάσπη να βρωμίζει τον κόσμο της 
την μυρωδιά της παρακμής να φωνάζει
Θέλησε να ανέβει όμως φοβόταν
Έπειτα, με τη δύναμη θα μπορούσε να ανέβει;

Προσπαθούσε για πολλή ώρα, πολλές φορές
Ήταν όμως γεμάτη λάσπη
Βρώμιζε τους ανθρώπους με τις λέξεις 
που εκείνος της είχε μάθει να λέει
Μείωνε τα αστέρια για να κάνει 
τη λάσπη της να φανεί ασημόσκονη
Όμως δεν έφταιγε.
Το δηλητήριο που της είχε δώσει
είχε ποτίσει τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της
Τον μήλο την είχε καταστήσει αναίσθητη
Και τα μάτια της δεν έβλεπαν τίποτα άλλο 
πέρα από κακία,φόβο, τρόμο.
Πέρα από στενά κελιά σε αχανής λαβυρίνθους.

Φοβόταν, ήταν τόσο αδύναμη
για να μπορέσει να δει τα ουράνια τόξα
πάνω από τα γκρίζα όνειρά της.
Ήταν τόσο θολή η φιγούρα της
μέσα στις μικρές τις ιστορίες
Ήταν τόσο έντονη η φιγούρα εκείνου 
μέσα σε κάθε της εφιάλτη

Όμως αποφάσισε να σωθεί
Ήθελε. Έπρεπε.
Πιάστηκε από ένα δέντρο
Το είχε ξανακάνει
Το δέντρο την βοηθούσε
Ανέβαινε και ξαναέπεφτε
Πιανόταν πάντα από το ίδιο δέντρο
Εκείνο την κοιτούσε με οίκτο
Καθώς το παρακαλούσε
Και ναι τη βοηθούσε
Ίσως και τώρα ακόμη να το κάνει
Όμως...για πόσο ακόμα;




Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Αισθάνομαι...γι' αυτό μπορώ.


Η μοίρα,μια ηλικιωμένη αέρινη νεράιδα
πλέκει το νήμα της πάνω από τους θνητούς
Η τύχη,μια ανώριμη κόρη της μοίρας 
παίζει παράξενα παιχνίδια μακριά από κανόνες λογικής
Οι άνθρωποι, μικρά πιόνια
μιάς παρτίδας σε μια ασπρόμαυρη σκακιέρα
ενός άγνωστου Θεού και ενός δαίμονα

Η λογική, μια γριά μεσόκοπη γυναίκα
μπλέκεται σαν στάχι στα μαλλιά μιας έφηβης
Το συναίσθημα, ένα αθώο μπέρδεμα
τριγυρίζει και σπέρνει το τραγούδι της ζωής
Και οι άνθρωποι,καμία μοίρα,καμία τύχη και καμία λογική
κανένας Θεός και κανένας δαίμονας
Όλα έχουν πλέον γίνει στάχτη μέσα σε εκείνη
την πύρινη λαίλαπα που σιγοκαίει τις μικρές καρδιές τους.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Σκέψεις μιας νύχτας...


Περπατώντας για ώρα στους αχανείς λαβυρίνθους του μυαλού
Κάθισα λίγο για να ξαπωστάσω
Οι στάλες τις βροχής άρχισαν να βρέχουν τις σκέψεις μου
Και εκωφαντικοί κεραυνοί έσπαγαν την αμείλικτη σιωπή της νύχτας
Ένιωσα την ανάγκη για να ζητήσω βοήθεια
μα ο Θεός μου είχε αργία...

Αποφάσισα να σηκώσω ψηλά το βλέμμα
Για να αγγίξω τα όνειρά μου
Μα είχαν όλα χαθεί μέσα σε ένα γκρίζο σύννεφο καπνού
Η καταχνιά της νύχτας είχε ντύσει τις λέξεις μου
Η φωνή της είχε σβήσει το άρωμά τους
μα ένιωθα ακόμα ότι μπορούσα να τις πιάσω...

Προσπαθώντας να βρεθώ δίπλα τους
όλο και περισσότερο απομακρύνομουν,
το μυαλό μου ένιωθε σαν ένας ακόμα ασυμβίβαστος δραπέτης
Αγωνιζόταν να σπάσει την βουή που σαν κάγκελα το είχε φυλακίσει
Έτρεχε μακριά από όλο εκείνο το σκοτάδι μέσα στο οποίο είχε παγιδευτεί
όμως βρισκόταν και πάλι φυλακισμένο μέσα στο ίδιο πέτρινο σώμα...

Για χρόνια ήταν εκεί, να κάνει κύκλους στον ίδιο λαβύρινθο
Να ψάχνει την έξοδο στο φαύλο κύκλο,τον οποίο είχε βρεθεί
Και να αγωνίζεται με μανία για να σπάσει τα δεσμά του
Να νιώσει έστω για μια στιγμή πως είναι ελεύθερο
Και πως τίποτε πια δεν μπορεί να το κουράσει
όμως απέτυχε.

Όλη αυτή η παρακμή,άρχισε να το μαγεύει
Η κρύα νύχτα άρχισε να φαίνεται πολύχρωμη νεράιδα
Οι στάλες της βροχής έμοιαζαν με άστρα που λαμπιρίζουν
Ο κρότος έμοιαζε με τραγούδι κάποιας μαγευτικής σειρήνας
Και οι αλυσίδες του πλέον φάνταζαν με στολίδια στα γυμνά χέρια του
όμως...γιατί;