Περπατώντας για ώρα στους αχανείς λαβυρίνθους του μυαλού
Κάθισα λίγο για να ξαπωστάσω
Οι στάλες τις βροχής άρχισαν να βρέχουν τις σκέψεις μου
Και εκωφαντικοί κεραυνοί έσπαγαν την αμείλικτη σιωπή της νύχτας
Ένιωσα την ανάγκη για να ζητήσω βοήθεια
μα ο Θεός μου είχε αργία...
Αποφάσισα να σηκώσω ψηλά το βλέμμα
Για να αγγίξω τα όνειρά μου
Μα είχαν όλα χαθεί μέσα σε ένα γκρίζο σύννεφο καπνού
Η καταχνιά της νύχτας είχε ντύσει τις λέξεις μου
Η φωνή της είχε σβήσει το άρωμά τους
μα ένιωθα ακόμα ότι μπορούσα να τις πιάσω...
Προσπαθώντας να βρεθώ δίπλα τους
όλο και περισσότερο απομακρύνομουν,
το μυαλό μου ένιωθε σαν ένας ακόμα ασυμβίβαστος δραπέτης
Αγωνιζόταν να σπάσει την βουή που σαν κάγκελα το είχε φυλακίσει
Έτρεχε μακριά από όλο εκείνο το σκοτάδι μέσα στο οποίο είχε παγιδευτεί
όμως βρισκόταν και πάλι φυλακισμένο μέσα στο ίδιο πέτρινο σώμα...
Για χρόνια ήταν εκεί, να κάνει κύκλους στον ίδιο λαβύρινθο
Να ψάχνει την έξοδο στο φαύλο κύκλο,τον οποίο είχε βρεθεί
Και να αγωνίζεται με μανία για να σπάσει τα δεσμά του
Να νιώσει έστω για μια στιγμή πως είναι ελεύθερο
Και πως τίποτε πια δεν μπορεί να το κουράσει
όμως απέτυχε.
Όλη αυτή η παρακμή,άρχισε να το μαγεύει
Η κρύα νύχτα άρχισε να φαίνεται πολύχρωμη νεράιδα
Οι στάλες της βροχής έμοιαζαν με άστρα που λαμπιρίζουν
Ο κρότος έμοιαζε με τραγούδι κάποιας μαγευτικής σειρήνας
Και οι αλυσίδες του πλέον φάνταζαν με στολίδια στα γυμνά χέρια του
όμως...γιατί;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου